νείκη — νείκη, ἡ (Α) 1. φιλονικία, έριδα 2. ως κύριο όν. ἡ Νείκη η θεά τής φιλονικίας, η Έρις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τής λ. νείκη είναι αμφίβολη] … Dictionary of Greek
νεῖκαι — νείκη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείκης — νείκη fem gen sg (attic epic ionic) νεικέω quarrel imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείκας — νείκᾱς , νείκη fem acc pl νείκᾱς , νείκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
κορυθαίολος — κορυθαίολος, ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, ον (Α) 1. (για τον Έκτορα και τον Άρη) αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε … Dictionary of Greek
νεικέων — νει neut gen pl (epic doric ionic aeolic) νείκη fem gen pl (epic ionic) νεῖκος quarrel neut gen pl (epic doric ionic aeolic) νεικέω quarrel pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικῶν — νει neut gen pl (attic epic doric) νείκη fem gen pl νεῖκος quarrel neut gen pl (attic epic doric) νεικέω quarrel pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείκην — νει neut acc sg νείκη fem acc sg (attic epic ionic) νεῖκος quarrel neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)